στρεπτῶν

στρεπτῶν
στρεπτόν
easily twisted
neut gen pl
στρεπτός
easily twisted
fem gen pl
στρεπτός
easily twisted
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποδόπληκτρο — το, Ν 1. μουσ. μοχλός στο πιάνο, στο εκκλησιαστικό ὁργανο, στο αρμόνιο κ.ά. ὁργανα, που ενεργοποιείται με την κίνηση τού ποδιού 2. τεχνολ. μηχανισμός αποτελούμενος από ποδοκίνητη πλάκα που ταλαντεύεται περί οριζόντιο άξονα και από σύστημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”